Η νευροεπιστήμη, δηλαδή η μελέτη του εγκεφάλου και του νου, όχι μόνο σιγά-σιγά διεισδύει στο ένα μετά το άλλο τα επιστημονικά πεδία, αλλά βρίσκει πλέον το δρόμο της ακόμα και σε παραδοσιακές ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως η φιλολογία και η ανάλυση των λογοτεχνικών κειμένων. Μια ομάδα αμερικανών φιλολόγων βρίσκεται στην πρωτοπορία των εξελίξεων, προωθώντας τη «συνάντηση» της νευροεπιστήμης και της λογοτεχνίας, σε ένα νέο πεδίο που μερικοί ονομάζουν «νευρολογοτεχνία» και άλλοι «επιστήμη της ανάγνωσης».
Το νέο διεπιστημονικό πεδίο αιχμής, που βρίσκεται σε φάση ταχείας ανάπτυξης, μελετά ερωτήματα όπως το κατά πόσον και με ποιό τρόπο τα σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να επηρεάσουν και να αλλάξουν τη νευρωνική «καλωδίωση» του εγκεφάλου ή το γιατί αρέσει τόσο πολύ στους ανθρώπους να διαβάζουν.
Στην πρωτοπορία του νέου ρεύματος, σύμφωνα με τον βρετανικό «Observer», βρίσκεται η ερευνητική ομάδα Yale-Haskins Teagle Collegium, με επικεφαλής τον καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου Γιέηλ Μάικλ Χόλκβιστ. Όπως το έθεσε ο ίδιος, πρόκειται για «μια ομάδα επιστημόνων που περνάνε όλη μέρα στο εργαστήριο και μια ομάδα φιλολόγων ανθρωπιστών που είναι βαθειά αφοσιωμένοι στην υπόθεση της λογοτεχνίας».

«Η ανάγνωση είναι απολύτως ‘καλωδιωμένη’ στον εγκέφαλό μας. Υπάρχουν εγκεφαλικά κύτταρα που αντιδρούν στην ανάγνωση και μπορούμε να τα μελετήσουμε», δήλωσε ο καθηγητής νευροεπιστήμης του Imperial College του Λονδίνου Ρίτσαρντ Γουάιζ. Η προσέγγιση αυτή ασφαλώς ξενίζει σε ένα τομέα όπως η λογοτεχνία, που μέχρι τώρα ουσιαστικά έχει διατηρήσει το «άβατό» του και έχει κρατηθεί μακριά από τις εξελίξεις των θετικών επιστημών. Οι κατά καιρούς νέες θεωρίες στον χώρο της φιλολογίας (π.χ. μαρξιστική ή φεμινιστική κριτική, στρουκτουραλισμός ή μετα-στρουκτουραλισμός κ.α.) έχουν προκύψει ως συνέπεια νέων θεωριών σε άλλες «μαλακές» κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (ψυχανάλυση, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, οικονομία κλπ.), αλλά όχι στις «σκληρές» θετικές επιστήμες.
Τα λογοτεχνικά έργα έχουν αναλυθεί ως κείμενα καθαυτά, ως φορείς φιλοσοφικών ιδεών, ως προϊόντα ιστορικών, οικονομικών, πολιτισμικών κ.α. συνθηκών, αλλά όχι από τη σκοπιά της βιολογίας και της χημείας του εγκεφάλου. Τώρα, γίνεται αντιληπτό, τουλάχιστον σε μερικούς φιλολόγους, ότι η λογοτεχνία έχει τελικά τις ρίζες της σε αυτά που κάνει στον εγκέφαλό μας, ενώ ορισμένοι πάνε ένα βήμα παραπέρα και ελπίζουν ότι θα ρίξουν φως στην εμπλοκή των γονιδίων στη λογοτεχνική παραγωγή.
«Πρόκειται για μια από τις πιο συναρπαστικές εξελίξεις στην πνευματική ζωή», σύμφωνα με τον καθηγητή αγγλικών του πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας Μπλέικι Βερμέλ, ο οποίος παράλληλα εξετάζει το ρόλο της εξέλιξης στο μυθιστόρημα, μια τάση που μερικοί αποκαλούν «Δαρβινικές φιλολογικές σπουδές». Το νέο αυτό πεδίο έρευνας μελετά πώς η ανθρώπινη γενετική και η εξελικτική θεωρία στη βιολογία διαμορφώνουν και επηρεάζουν διαχρονικά τη λογοτεχνία ή πώς η ίδια η λογοτεχνία μπορεί να αποτελεί έκφραση της εξέλιξης. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας ασχολείται με την αναζήτηση του κατάλληλου συντρόφου, υποδηλώνει, κατά τον Βερμέλ, ότι εν προκειμένω στο υπόβαθρο «δουλεύουν» ισχυρές εξελικτικές δυνάμεις που επηρεάζουν το περιεχόμενο των μυθιστορημάτων.

«Μου φαίνεται σκέτη ανοησία. Ο νους και ο εγκέφαλος είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα και κανένας δεν ξέρει ποια είναι η σχέση μεταξύ τους», σύμφωνα με τον δρα Ίαν Πάτερσον του Queen’s College του πανεπιστημίου Κέμπριτζ. Όμως οι υπέρμαχοι του «γάμου» νευροεπιστήμης-φιλολογίας απαντούν ότι η ανακάλυψη της επιστήμης πίσω από το πάθος της λογοτεχνίας δεν αναιρεί την αξία της αισθητικής. «Η γνώση της επιστήμης πίσω από την κίνηση ενός κομήτη στο διάστημα δεν υποβαθμίζει την ομορφιά του νυχτερινού ουρανού», σύμφωνα με τον καθηγητή Τζόναθαν Γκότσαλ του Κολλεγίου Ουάσιγκτον και Τζέφερσον της Πενσιλβάνια.